- φουσκοδεντριά
- η1) набухание почек; 2) начало, канун весны; 3) πλ. физиол, преждевременное появление полового влечения (у подростков)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουσκοδεντριά — η 1. η εποχή που πρωτοεμφανίζονται οι οφθαλμοί των δέντρων, οι μέρες πριν από την έναρξη της άνοιξης (οπότε η φύση ετοιμάζεται για βλάστηση): Η άνοιξη σα βάρυπνη παρθένα ξυπνάει με τη φουσκοδεντριά (Ι. Γρυπάρης). 2. μτφ., στον πληθ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουσκοδεντριά — η, Ν 1. η εποχή πριν από την άνοιξη, όταν σχηματίζονται οι οφθαλμοί τών δένδρων 2. στον πληθ. οι φουσκοδεντριές μτφ. πρώιμοι νεανικοί ερωτικοί πόθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ ώνω + συνδ. φωνήεν ο + δέντρο + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek